- βουβάλειος
- ος , ον , βουβάλήσιος, α, ο буйволовый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουβάλειος — βουβάλειος, α, ον (Α) [βούβαλος] αυτός που ανήκει σε βούβαλο … Dictionary of Greek
βουβαλείων — βουβάλειος of an antelope fem gen pl βουβάλειος of an antelope masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβάλειον — βουβάλειος of an antelope masc acc sg βουβάλειος of an antelope neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)